τσιλημπουρδίζω

τσιλημπουρδίζω
τσιλημπουρδίζω, τσιλημπούρδισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. τσιλημπουρδάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιληπορδώ — και δωρ. σιλαπορδῶ, έω, Α συμπεριφέρομαι με αναίδεια, με χυδαίο εγωισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιλη + πορδῶ (< πορδή < πέρδομαι). Για το α συνθετικό σιλη έχει διατυπωθεί η άποψη ότι συνδέεται με το Σιληνός (πρβλ. Πορδο σιλήνη «ονομασία νησιού») ή… …   Dictionary of Greek

  • τσιλη(μ)πουρδώ — Ν τσιλημπουρδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σιληπορδῶ* (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • τσιλη(μ)πούροδισμα — το, Ν [τσιλη(μ)πουρδίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιλημπουρδίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”